- λοιδορημάτιον
- λοιδορ-ημάτιον, τό, Dim. of foreg., Ar.Fr.90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λοιδορημάτιον — λοιδορημάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού λοιδόρημα … Dictionary of Greek
λοιδορημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)